Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Η πνευματική και κοινωνική ζωή στο Ηράκλειο

Εικόνα 1 μαθητές και καθηγητές του Λυκείου "Ο Κοραής" στο Ηράκλειο

Το Ηράκλειο κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, είναι μια πόλη γεμάτη αντιφάσεις· μια πόλη που παραπαίει κάτω από τους μιναρέδες και τα καμπαναριά της, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.
Οι εύποροι χριστιανοί κάτοικοί της, μιμούμενοι έναν τρόπο ζωής που έρχεται από τη Δύση, αγωνίζονται να κερδίσουν  τον χαμένο χρόνο, ιδρύοντας εφημερίδες, κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία, βιβλιοθήκες, Μουσείο , θέατρα και οργανώνοντας μουσικές και θεατρικές εκδηλώσεις σε κλειστούς και δημόσιους χώρους.
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι τέχνες και τα γράμματα είχαν παρακμάσει. Τα κρητικά θεατρικά έργα ερμηνεύονταν από κρητικούς λυράρηδες, με συνοδεία λύρας. Για τους Τούρκους, τα θεάματα, περιορίζονταν σε αρμένιους ηθοποιούς που παρουσίαζαν ρεπερτόριο αμανέδων και ανατολίτικων χορών. Όσο για τον Καραγκιόζη, αυτός, ήταν δημοφιλής μεταξύ των απλών ανθρώπων, ασχέτως εθνικότητας.
Το 1883, ένας ερασιτεχνικός θεατρικός όμιλος παρουσιάζει στο Ηράκλειο τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, με επιμέλεια του Εμμανουήλ Αλεξίου και του Ιωσήφ Κόρπη. Ο ίδιος όμιλος παρουσιάζει στη συνέχεια τα έργα: «Τα τέκνα του Δοξαπατρή» και «Τα βάσανα του Βασιλάκη».
Το 1888, με πρωτοβουλία του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, οικοδομήθηκε το πρώτο θέατρο της πόλης «περίκομψον και περικαλλές», κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στην αριστοκρατική συνοικία της Κουτάλας. Τα εγκαίνια έγιναν στις 7 Ιανουαρίου του 1889, με το έργο «Οι Ληστές» του Σίλλερ.
Το 1898, κτίζεται δεύτερο θέατρο στο Ηράκλειο, «Η Καλλιθέα», στη θέση του μετέπειτα κινηματογράφου «Απόλλωνα», απέναντι από τους τουρκικούς στρατώνες, τα σημερινά δηλαδή κτήρια της Νομαρχίας , των  Δικαστηρίων και της Λέσχης αξιωματικών. «Η Καλλιθέα», που φωτιζόταν με  λάμπες πετρελαίου, είχε θεωρεία με 102 θέσεις, πλατεία με 250 και γαλαρία με 150.  Το 1911, ηλεκτροδοτείται και λειτουργεί πλέον ως κινηματογράφος. Προβάλλει, μάλιστα, ακατάλληλες ταινίες, μόνον για άνδρες.  Εκτός από τους τοπικούς ερασιτεχνικούς θιάσους, που δίνουν παραστάσεις με ευθύνη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, την πόλη επισκέπτονται μεγάλοι θίασοι από την Αθήνα, όπως είναι αυτοί της Παρασκευοπούλου και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ήρθε στο Ηράκλειο στις 8 Δεκεμβρίου του 1911 και παρέμεινε ως τις 31 Ιανουαρίου του 1912, δίδοντας παραστάσεις με έργα Τολστόι, Σάνδη, Μερνστάιν, Ξενόπουλου και Χριστομάνου.
Το 1909, μια ομάδα νέων, που αποτελούνταν από τους Απόστολο Ξενουδάκη, Ιω. Καρούζο, Μηνά Γεωργιάδη, Κ. Σταματάκη, Μ. Γαλανάκη, Ιω. Σταυριδάκη, Γ. Λιαπάκη, Κ. Σφακιανάκη, Μανασάκη και Δ. Κυριακό, ιδρύει τον Μουσικό Σύλλογο «Απόλλωνα». Βασικός σκοπός του Συλλόγου  είναι η δημιουργία φιλαρμονικής  και σχολών εγχόρδων μουσικών οργάνων. Οι προσπάθειες του Συλλόγου για την επίτευξη των στόχων του δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Ευτυχώς, από τον Μάιο του 1911, δήμαρχος Ηρακλείου είναι ο Σητειακός Στυλιανός Γεωργίου, άνθρωπος καλλιεργημένος και φιλόμουσος. Βοηθά ουσιαστικά και αποφασιστικά τον Μουσικό Σύλλογο «Απόλλωνα» και τον σώζει από τη διάλυση. Με τη βοήθεια του Δημάρχου ιδρύεται Φιλαρμονική και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ηρακλειώτικο κοινό, στις 24 Αυγούστου του 1914, στις «Τρεις Καμάρες», με το έργο του διευθυντή της, Νικολάου Κόκκινου, «Στους Αητούς της Ίδης».
Οι προσπάθειες μουσικής εκπαίδευσης των νεαρών Ηρακλειωτών είχαν αρχίσει πολλά χρόνια πριν, από τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο, που είχε προσλάβει, σαν δάσκαλο, ένα Ιταλό,  ερασιτέχνη, τον Φορμίγκα. Ο Φορμίγκας, όμως, δεν ήταν επαγγελματίας και ο Σύλλογος δεν έμεινε ευχαριστημένος από την πρόοδο των μαθητών. Ο Ιταλός απολύθηκε και ο Σύλλογος κατάφερε να προσλάβει τον Αλή Εφένδη, αρχιμουσικό του τουρκικού στρατού, έναν ευγενικό και ήσυχο άνθρωπο, που πλήρωσε τη φιλοφροσύνη του προς τους χριστιανούς μαθητές του με έναν μήνα φυλακή. Όταν κάποτε ο Αλή Εφένδης  ζήτησε από τους χριστιανούς μαθητές του , μεταξύ των οποίων και ο Ιωσήφ Χατζηδάκης, να του υποδείξουν ελληνικά μουσικά κομμάτια για να τα συμπεριλάβει στο πρόγραμμα δημόσιας συναυλίας, οι τελευταίοι του έδωσαν  τα θούρια: «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και «Ω λυγηρόν και κοπτερόν σπαθί μου».

Εικόνα 2 έκθεση του πρώτου Αρχαιολογικού Μουσείου στο Ηράκλειο

Ο βασικός, όμως , σκοπός του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου ήταν η διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στην Κρήτη και η διάσωση και προστασία των αρχαιοτήτων. Ο Σύλλογος, με προεξάρχοντες τον Ιωσήφ Χατζηδάκη και τον Στέφανο Ξανθουδίδη, κατάφερε να εξασφαλίσει την άδεια του Σουλτάνου για περισυλλογή αρχαιοτήτων και ίδρυση Μουσείου. Το 1883, δημιουργείται η πρώτη αρχαιολογική συλλογή, που φυλάσσεται στον περιφραγμένο προαύλιο χώρο του Αγίου Μηνά, ως το 1900. Το 1900, η συλλογή, εμπλουτισμένη με ευρήματα από τις ανασκαφές της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Κνωσό και της Ιταλικής στη Γόρτυνα, μεταφέρεται στους Κισλάδες, τους τουρκικούς στρατώνες, όπου φιλοξενείται ως το 1907.



Εικόνα 3 ανασκαφή του Evans στην Κνωσό

Το 1907, τα ευρήματα εκτίθενται στο  πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου, που κτίστηκε σε σχέδια του Γερμανού Ντόρπφελντ και του Παν. Καββαδία, στο ανοικτό πυροβολείο του Αγίου Φραγκίσκου, στη θέση δηλαδή της βενετικής  Μονής του Αγίου Φραγκίσκου. Στην ίδια αυτή θέση, κτίζεται αργότερα και το σημερινό αρχαιολογικό Μουσείο, έργο του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Όμως, όλες αυτές οι προσπάθειες καταβάλλονταν από αστούς και απευθύνονταν σε αστούς, που ας σημειωθεί, ανήκαν στις πιο εύρωστες οικονομικά τάξεις. Ποιο ήταν το μορφωτικό επίπεδο των κατώτερων τάξεων, που αγωνίζονταν για τον επιούσιο;
Στην απογραφή του 1881 το 54% του ανδρικού πληθυσμού ήταν αναλφάβητο και το 71% του γυναικείου. Ποσοστά που αποτελούσαν τροχοπέδη για την πρόοδο, που οραματίζονταν οι ιθύνοντες, αφού ανάλογη ήταν η κατάσταση και στους άλλους νομούς της Κρήτης. Ένας από τους πιο σημαντικούς  νόμους, που θεσπίζεται από την Κρητική Πολιτεία, αφορά  στην υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση, που έχει  ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του ποσοστού των αναλφάβητων.  Στην περίοδο αυτή, ιδρύθηκαν αρκετά σχολεία και μέσα στην πόλη του Ηρακλείου αλλά και στην ύπαιθρο. Η συνέχιση βεβαίως των σπουδών, μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση αφορούσε αποκλειστικά σχεδόν τα παιδιά των πλουσίων οικογενειών, που συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο της Αθήνας ή στο φημισμένο γαλλικό κολλέγιο Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.
Το 1901 ιδρύεται στο Ηράκλειο Διδασκαλείο και το 1905 το περίφημο «Λύκειον Ο ΚΟΡΑΗΣ» που έμελλε να κλείσει άδοξα στα τέλη του 20ου αιώνα. Παράλληλα διάφοροι Ηρακλειώτες εκδίδουν ένα σημαντικό αριθμό, για την εποχή και το μέγεθος της πόλης, εφημερίδων, αρχής γενομένης με την εφημερίδα ΜΙΝΩΣ, του Πέτρου Λυδάκη, που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1880. Όμως ο μεγάλος όγκος των εφημερίδων εκδίδεται στη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας. Το 1990 εκδίδεται από τον Γεώργιο Μαρκόπουλο η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Το 1903 ο δικηγόρος Κοκκινάκης εκδίδει τη «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ». Το 1906 ο Κατεργιαννάκης εκδίδει την «ΙΔΗ». Το 1905 εκδίδονται «Η ΕΛΠΙΣ» από τον Σωκράτη Βιστάκη και η «ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ» από τον Βεργιετάκη. Το 1907 κυκλοφορεί η εφημερίδα «ΔΑΦΝΗ». Το 1911, ο Γιάννης Μουρέλος εκδίδει τη «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» και το 1907, το περιοδικό «ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ».




Εικόνα 4 Πλατεία Ελευθερίας. Διακρίνεται το πρώτο μουσείο και το Χουνκιάρ τζαμί

Ευνόητο είναι ότι οι αναγνώστες των εφημερίδων ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Οι κατώτερες τάξεις, κατά κανόνα, δεν περιλαμβάνονταν στο αγοραστικό και αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων. Στα σπίτια των λαϊκών ανθρώπων οι εφημερίδες έμπαιναν χάρη στις παστές σαρδέλες. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση της Ευαγγελίας Φραγκάκη, που προερχόταν από οικογένεια που γνώρισε οικονομικές περιπέτειες. «Κάποτε», γράφει η Φραγκάκη «έφερε ο πατέρας μου σαρδέλες του βαρελιού, τυλιγμένες σε μια αλλιώτικη εφημερίδα …  η εφημερίδα έγραφε πάνω «ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ» κι έγραφε πολύ ωραία πράμματα .. »
Ποια ήταν η ύλη των ηρακλειώτικων εφημερίδων; Από τις μετακινήσεις των κρατικών λειτουργών και τις αφίξεις πλοίων ως τις κάθε είδους διεθνείς ειδήσεις. Σημαντικό θέμα με προβεβλημένη θέση είχαν σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες, τα ζητήματα της αμπελουργίας και της οινοποίησης, που είχαν μακραίωνη παράδοση στην ευρύτερη περιοχή του Ηράκλειου, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την Κρήτη.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι τα δημοσιεύματα που αφορούσαν την αμπελουργία και την οινοποίηση, υποδήλωναν  ότι στο αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων περιλαμβάνονταν και αγρότες. Οι  εφημερίδες λοιπόν κυκλοφορούσαν και στην ύπαιθρο, προφανώς στα καφενεία των χωριών. Από τις εφημερίδες της εποχής δεν έλειπαν ούτε οι διαφημίσεις. Οι περισσότερες από αυτές  αφορούσαν στο κονιάκ, που παραγόταν στο Ηράκλειο από διάφορες ποτοποιίες, αλλά και στα μεγάλα εμποροραφεία, αφού η ενδυμασία διατηρούσε ακόμη τότε τον ταξικό της χαρακτήρα.
 Αυτή ήταν , με λίγα λόγια η πνευματική ζωή, έντονη και πολύμορφη, στο Ηράκλειο της Κρητικής Πολιτείας.



Να δούμε, τώρα, ποιά ήταν η κοινωνική ζωή του Ηρακλείου στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, πού δηλαδή και πώς διασκέδαζαν οι Ηρακλειώτες. Οι ονομαστικές εορτές αποτελούσαν πάντα μια ευκαιρία κοινωνικής συναναστροφής, όπως άλλωστε οι γάμοι και οι βαφτίσεις. Οι κυρίες της ανώτερης κοινωνικής τάξης είχαν καθιερώσει επιπλέον τις περίφημες «jours fixtes». Οι jours fixtes ήταν σταθερές μέρες κάθε μήνα, στις οποίες οι κυρίες των καλών οικογενειών του Ηρακλείου άνοιγαν τα σαλόνια τους για να δεχτούν τις φίλες τους. Τους δινόταν έτσι η ευκαιρία να επιδείξουν τα κρύσταλλα και τις πορσελάνες τους, τις ζαχαροπλαστικές τους ικανότητες και να επιβεβαιώσουν την  κοινωνική τους θέση. Ο θεσμός αυτός επιβίωσε στο Ηράκλειο ως και τη δεκαετία του ’60.
Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας φαίνεται ότι επικράτησαν και τα Γαλλικά, σαν γλώσσα των ηρακλειώτικων σαλονιών, γεγονός που υποδηλώνει ένα κοινωνικό μαϊμουδισμό και μια ιδεολογική σύγχυση. Αντίδραση ευεξήγητη, εντούτοις και κατανοητή, για τους ανθρώπους, που έφεραν βαρέως την ιδιότητα του υπηκόου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προσπαθούσαν με ποικίλους τρόπους να διαφοροποιηθούν. Μέσα από τέτοιας μορφής συμπεριφορές και τρόπους  ζωής, οι πλούσιοι Ηρακλειώτες αισθάνονταν ότι διασφάλιζαν την ανωτερότητά τους, όχι μόνον έναντι των βάρβαρων Οθωμανών αλλά και των ταπεινών και απλοϊκών συμπατριωτών τους. Την εποχή αυτή, υπήρχε έντονη  διάκριση μεταξύ, αφενός των πλουσίων που ήταν κυρίως εισοδηματίες και τοκογλύφοι, επιστήμονες και διανοούμενοι και αφετέρου των ταπεινών και λαϊκών ανθρώπων. Σχετικό είναι το περιστατικό που διηγείται ο Μανόλης Δερμιτζάκης στα «Ανιστορήματά του».   Το κουρείο του Ντούρου, που βρισκόταν στη σημερινή οδό Δικαιοσύνης, δέχτηκε, μια ζεστή μέρα του Ιουλίου του 1908, έναν καλοντυμένο και ευγενικό νεαρό πελάτη που ζήτησε ξύρισμα. Στο κουρείο δούλευε και ένα μικρό αγόρι, με βασικό καθήκον να κάνει αέρα στους πελάτες, με ριπίδιο από φτερά. Μερικοί πελάτες ήθελαν τον αέρα, ακόμη και όταν είχε δροσιά, επειδή η διαδικασία αυτή, το φτωχό αγόρι να ανεβοκατεβάζει με τέμπο τα φτερά, τους έκανε να αισθάνονται σπουδαίοι και να καμαρώνουν. Ο νεαρός πελάτης διάβαζε εφημερίδα και αρχικά δεν πήρε είδηση τον ταλαίπωρο μικρό. Όταν όμως τον αντιλήφθηκε, με έκπληξη και δυσαρέσκεια ζήτησε εξηγήσεις. Και αφού κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο είπε γελώντας σαρκαστικά: «εγώ όμως σας απαλλάσσω από το χρέος αυτό. Εμένα δε μ’ αρέσει. Το βρίσκω πολύ σουλτανικό». Ο Δερμιτζάκης τον πέρασε για ξένο, προφανώς επειδή δεν περίμενε από Ηρακλειώτη μια τέτοια συμπεριφορά. Ο νεαρός ξαναπήγε στο κουρείο και τη φορά αυτή ένας άλλος πελάτης πληροφόρησε τον Δερμιτζάκη, ότι ο νεαρός ήταν βέρος Κρητικός και μάλιστα Ηρακλειώτης και ονομαζόταν Νίκος Καζαντζάκης.
Όλοι, πάντως, οι Ηρακλειώτες, αδιάφορο σε ποιά τάξη ανήκαν, έβλεπαν με υπεροψία τους κατοίκους της υπαίθρου και εκείνοι με τη σειρά τους, τους αναγνώριζαν ανωτερότητα, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν ή ζούσαν μόνιμα στο Ηράκλειο. «Είσαι μικρή κοπελούδα, μα γεννήθηκες στη Χώρα και ξέρεις γράμματα» είπε η  Βιργινία, μία νεαρή γυναίκα από το Καστέλι Πεδιάδας, στη Μαρίκα Φρέρη, όταν η τελευταία ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματά της.
Να επιστρέψουμε όμως στους τρόπους και τους τόπους διασκέδασης των Ηρακλειωτών. Οι λαϊκοί Ηρακλειώτες διασκέδαζαν στις ταβέρνες, που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από τη βενετοκρατία, και στα τούρκικα και χριστιανικά καφενεία. Εκτός από τα καφενεία, υπήρχαν και τα λεγόμενα «καφφωδεία», που διακρίνονταν στα καφέ αμάν, με ανατολίτικη μουσική και λαϊκή κυρίως πελατεία και στα καφέ σαντάν, με δυτική μουσική και «καθωσπρέπει» πελάτες. Οι σαντέζες, μάλιστα των καφέ σαντάν, που προέρχονταν από ευρωπαϊκές χώρες, είχαν προκαλέσει με τη διαγωγή τους τη καλή κοινωνία του Ηρακλείου, που τις θωρούσε υπεύθυνες για τα παραστρατήματα των νεαρών αλλά και των ενηλίκων μελών της. Για τα καφωδεία, η διάκριση σε χριστιανικά και τουρκικά δεν φαίνεται να ίσχυε. Στην προκειμένη περίπτωση η διάκριση ήταν φυλετική, αφού οι συγκεκριμένοι χώροι ήταν απαγορευμένοι στις γυναίκες, τουλάχιστον τις έντιμες και αξιοπρεπείς. Σε κάποιους άλλους χώρους, όπως ήταν το Καζίνο του Ροΐδη, σύχναζαν μόνο αριστοκράτες, Έλληνες και Τούρκοι. Το καζίνο, με ευρωπαϊκή επίπλωση, με μπιλιάρδο – το πρώτο στο Ηράκλειο – ήταν το στέκι των τούρκων μπέηδων, των χριστιανών επωνύμων, των νεαρών δανδήδων και των διανοουμένων της εποχής. Οι γυναίκες, μουσουλμάνες ή χριστιανές, δεν είχαν καμιά θέση σε χώρους σαν κι αυτούς. Οι χριστιανές, εκτός από την ανταλλαγή επισκέψεων και τα κοινωνικά και οικογενειακά γεγονότα στα οποία συμμετείχαν, έκαναν περιπάτους με άμαξες που τις έσερναν άλογα, στου Μπεντεβή, στον Μασταμπά ή στο Μπεντενάκι, συνοδευόμενες από τους συζύγους, τους αδελφούς ή  τους γονείς τους. Αν τα οικονομικά τους δεν επέτρεπαν την ενοικίαση άμαξας, έκαναν περιπάτους στις «Τρεις Καμάρες», πάντα συνοδευόμενες από άρρενα μέλη της οικογένειας. Οι μουσουλμάνες ανέβαιναν με τα παιδιά και τις «δούλες» τους πάνω στα βενετικά τείχη από το μεσημέρι της Κυριακής και παρακολουθούσαν την κίνηση στη σημερινή Λεωφόρο Δημοκρατίας, όπου γινόταν ο κυριακάτικος περίπατος της νεολαίας.
Η πιο δημοφιλής όμως διασκέδαση, όλων των γυναικών ανεξαιρέτως, ήταν το χαμάμ. Το πιο γνωστό χαμάμ, αυτή την εποχή, ήταν το «Μικρό Χαμαμάκι», πρώην εκκλησία των ορθοδόξων, γνωστή σαν Άγιος Νικόλαος στα Μουρχουταργιά. Το χαμάμ από το πρωί ως τις τρεις το μεσημέρι ήταν γυναικείο και από τις τέσσερις ως αργά το βράδυ γινόταν ανδρικό. Οι γυναίκες πήγαιναν εκεί με τις κόρες και τις φιλενάδες  τους και αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία του λουτρού, τυλίγονταν τα μπουρνούζια τους, κάθονταν σε μεγάλες αναπαυτικές μαξιλάρες και φλυαρούσαν πίνοντας χαρουμπία ή καφέ. Όταν έφευγαν, καθαρές και χαλαρωμένες, η νατίρισσα, μια τουρκάλα, που βοηθούσε τις πελάτισσες στο λουτρό, τις αποχαιρετούσε με την ευχή: «με τις υγείες σας και με το καλό να βρωμίσετε».
Το απόγευμα, μετά τις τέσσερις στο λουτρό πήγαιναν οι άνδρες που έμεναν συνήθως ως αργά το βράδυ. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που κάποιος πελάτης έκλεινε το χαμάμ για ένα ολόκληρο απόγευμα ή και για μέρες. Όποτε αυτό συνέβαινε, μια πινακίδα στην εξώπορτα ενημέρωνε τους πελάτες ότι το χαμάμ ήταν κλειστό λόγω βλάβης. Στο εσωτερικό, ο μερακλής πελάτης δεχόταν πανευτυχής κάθε λογής περιποιήσεις από όμορφες και εξυπηρετικές χανούμισσες.
Μια άλλη μεγάλη διασκέδαση για μικρούς και μεγάλους ήταν οι Απόκριες. Οι Απόκριες του 1908 και η παρέλαση των αρμάτων έμειναν στην ιστορία της πόλης του Ηρακλείου. Οι εκδηλώσεις οργανώθηκαν από το «Κομιτάτο των Απόκρεω», που συστάθηκε μετά από πρόταση των φοιτητών Μανόλη Γεωργιάδη, Νίκου Καζαντζάκη και Μιχάλη Κωνστανταράκη. Εκτός από το «Κομιτάτο»,  συστήθηκε και «Εκτελεστική επιτροπή», στην οποία συμμετείχαν ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και τρεις επιφανείς πολίτες. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται διεξοδικά στα άρματα και στα βραβεία που δόθηκαν στους καρναβαλιστές. Ένα από τα άρματα αποτελούνταν από ένα κάρο, πάνω στο οποίο ήταν εγκατεστημένο ένα ομοίωμα φούρνου, με δύο στόμια. Οι καρναβαλιστές που βρίσκονταν πάνω στο κάρο έριχναν από το ένα στόμιο κούτσουρα και τούβλα και από το άλλο έβγαζαν ομοιώματα γιατρών, δικηγόρων και θεολόγων. Τίτλος του άρματος: «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ». Σατιρική διάθεση, χιούμορ, και αυτοσαρκασμός που χαρακτηρίζει τους Ηρακλειώτες ως σήμερα.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μ. Δερμιτζάκης, Το παλιό Κάστρο, Ηράκλειο 1962 τευ1, 1963 τευ2.
Του ίδιου, Ανιστορήματα, Ηράκλειο, 1959 τευ1, 1960 τευ2.
Ε. Φραγκάκη, Χάνδαξ – Κάστρο, το  Ηράκλειο μου, Αθήναι 1978.
Της ίδιας, Συνοικία Αρμένικη εκκλησία, Αθήναι  1978.
Μ. Φρέρη, Το Κάστρο μας, Αθήνα 1979.
Μ. Σταυρινίδη, Του Ροΐδη το καζίνο, Ηράκλειο 1985.
Γ. Ζαϊμάκη, Καταγώγια ακμάζοντα. Παρέκκλιση και πολιτισμική δημιουργία στον Λάκκο Ηρακλείου ( 1900- 1940 ), Ηράκλειο 1999.

Κατερίνα  Μυλοποταμιτάκη
Αρχαιολόγος

ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 18/4/2000